Εγώ...;

Εγώ...;
Ταξιδεύοντας...

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Κάποτε είχα γράψει...

Ο ΑΛΗΤΗΣ
Έγραψες ένα σύνθημα στον τοίχο
Έλεγε για πόνο
Χάραξες μια λέξη στο ξύλο
Έλεγε λησμονιά
Πέταξες κάτι ανύπαρκτο για σένα στα βάθη του μυαλού σου
Φώναζε αθωότητα
Τρόμαξες σαν είδες μια σκιά στο παράθυρο
Λέγε με θλίψη
Σαν κάποτε, έτσι και τώρα πάνω στο ξυράφι
Από τη μια το τίποτα, από την άλλη τα πάντα
Μέχρις εσχάτων
Θα παλέψεις;
Διώξε τον αλήτη
Αν βέβαια μπορείς
Κι εκείνος θα σου φωνάζει: « δεν θα ξεφύγεις χωρίς αμυχές»
Ξέρει καλά το παιχνίδι
Άλλωστε πάντα έπαιζε
Έχανε και κέρδιζε
Απαθής τώρα σε κοιτά
Δεν θα σου πει κουβέντα
Μόνο θα σε πάρει αγκαλιά
Με δυο χέρια καυτά από τα δάκρυα του παρελθόντος
Θα σε παγώσει το βλέμμα του
Ξέρει πολλά περισσότερα από όσα νομίζεις
Σε καρφώνει βαθιά στα μάτια, σε σημείο που το κεφάλι σου ξεχνά
Τώρα ο αλήτης ξέρει
Γνωρίζει την ιστορία σου και την κάνει θαμμένο μυστικό
Θέλεις να φύγει;
Σκέψου καλά
Θα χάσεις κάτι που πολλοί το κυνηγούν
Έχει κάτι στην ψυχή που δεν υπάρχει χωρίς ανίχνευση στα έγκατα του καθενός
Επέζησε στα πιο περίεργα πεδία μάχης
Κατά τύχη ίσως…
Κατέχει όμως την τέχνη του πολέμου
Πώς θες να παλέψεις χωρίς όπλα;
Δεν ξέρεις πως είναι στ’ αλήθεια η ζωή!
Θα σε φαει ζωντανή
Ο Παύλος το είπε, και ο αλήτης σου το ξαναλέει
Ξύπνα επιτέλους
Πόσες παρωπίδες τέλος πάντων έχεις σ’ αυτά τα μάτια, που είναι κατακόκκινα από δάκρυα;
Ο αλήτης ξέρει και μπορεί
Πιάσε το χέρι του
Νιώσε το ρυθμό του
Ζήσε τον
Κι αν βαρεθείς, φύγε…
Ελεύθερη βούληση σου προσφέρει
Άδραξέ την
Γιατί όλοι μια φυλακή σου χτίζουνε
Όλοι εκτός από τον αλήτη
Λύκος μόνος τις πιότερες φορές, παρέα τις λιγότερες
Και σου γράφει ποιήματα
Στιχάκια ακατανόητα
Ψαγμένα και χαμένα μαζί
Ανήθικος και απαράδεκτος
Τσατίλας στην πισώπλατη μαχαιριά
Όμως ξέρει τι θέλει
Εσύ δεν ξέρεις
Τον βλέπεις τώρα, σκυφτή φιγούρα
Αργά θα σηκώσει τα μάτια και θα σου γνέψει να κάτσεις
Θα σε κεράσει ένα ποτήρι πίκρα
Κι εσύ, μετά από χρόνια, θα το πίνεις στην υγειά του



ΜΥΡΙΖΕΙΣ ΣΑΝ ΤΟΤΕ, ΣΑΝ ΤΩΡΑ...

Μυρίζεις θλίψης άρωμα
Σαν τότε, σαν τώρα
Ακουμπάς στον τοίχο, γέρνεις το κεφάλι
Γιατί ξανά και πάλι στο δρόμο χάνεσαι
Μυρίζεις τρόμο, στο λέω πάλεψε ξανά τις αναμνήσεις
Νιώσε την πάλη στο μυαλό σου
Και τώρα θα πεις την αλήθεια του τραγουδιού που γράφτηκε για σένα
Ο πόνος τόσος και ο παλμός ανεβαίνει
Στο ημίφως μοναχή θα ζήσεις
Εκτός αν σβήσεις το ψέμα που σου είπαν
Ψάξε το όνειρο στα έγκατα των ανθρώπων
Μυρίζεις γιασεμί σαν άγγελος του ποτέ
Σαν να ήσουν στο πουθενά
Σ’ ένα παράλογο ψεύδος
Σε μια δίκη, η μόνη ένοχη
Μην χαθείς έτσι απερίσκεπτα
Γιατί έχεις τόσα να δόσεις
Μια τρυφερή εφεύρεση
Και γίνεσαι μικρή για να χωράς μόνο στο σκοτάδι
Εκεί που κρύβονται τόσοι άλλοι
Και περιμένεις, αναμένεις
Σινιάλο παράτολμο
Χωρίς μια ματιά
Μυρίζεις σαν τότε…
Σαν τώρα…
Όπως ποτέ ξανά δεν θα μυρίσεις
Αθωότητα χαμένη στην πλάνη του παραλόγου
Μόνο άκουσε αυτά τα λόγια
Χάραξέ τα στον τοίχο
Να τα βλέπεις τη νύχτα
Πριν να πλαγιάσεις
Αν είναι να σε νιώσω, θα το κάνω
Μα τι λες τώρα;
Κι όμως μυρίζεις ακόμη
Εγώ το νιώθω
Ίσως ο μόνος να είμαι
Εσύ τι νιώθεις;
Μην μου πεις
Παρά μόνο στην ανάγκη
Όταν πια δεν θα μυρίζεις
Σαν τότε… Σαν τώρα



ΟΙ ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ
Οι αρουραίοι βγήκανε στη επιφάνεια όταν δεν τους περιμέναμε
Μόνο αυτοί το ξέρανε
Άνθρωποι-αρουραίοι, μοιραίοι, χωρίς μια σταθερή διαδρομή
Και τρόμαξαν τα θηρία
Και φόβισαν τα βουνά
Χάραξαν τις φάτσες τους με σκουριασμένη και στομωμένη λεπίδα
Για να ξεχωρίζουν παντού
Ακόμη και τη νύχτα
Όταν βγαίνουν από τις φωλιές τους λογιών-λογιών πλάσματα
Η πείνα τους οδηγεί στην αθωότητα, στην καλοσύνη, στην τυφλή εμπιστοσύνη
Ευπιστία… Ότι ζητάνε! Στα μέτρα τους!
Ψάχνουν το επόμενο θύμα
Ετοιμάζουν τραπέζι, στήνουνε χορό, ένα γλέντι…
Καλεσμένοι όλοι εσείς που αρέσκεστε στη βρώμα και την αηδία
Που το μίσος σας τονώνει κι η αγάπη σας τυφλώνει
Εσείς που χτίσατε το θρόνο σας σε μνήματα
Δεν αποδέχεστε σπάνια αγνότητα, μόνο μυρωδιές βόθρου ασπάζεστε με μανία
Και στη ανηφόρα όπου όλοι αγωνίζονται να βγουν στην κορυφή,
εσείς με πουστιές παίρνετε προβάδισμα
Έτσι μάθατε…
Κι όσο για τους υπόλοιπους από εμάς,…
Κάποια στιγμή, λόγω των περιστάσεων, θα μεταλλαχθούμε κι εμείς
Σε δολοφόνους αρουραίων!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Το "χρονοντούλαπο" άνοιξε και ο θησαυρός μοιράζεται απλόχερα από τον καπετάνιο.

Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω την εικόνα σου, σε στιγμή συγγραφικού οίστρου και το αίσθημα της αγαλλίασης με την ολοκλήρωσή του.