Εγώ...;

Εγώ...;
Ταξιδεύοντας...

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

MANITOY

Πριν κάποιους μήνες, έγινε μια σκέψη από κάποιους φίλους που άνοιξαν ένα bar-άκι στο Βόλο... "Ας κάνουμε βραδιά μουσικών αυτοσχεδιασμών, τις Δευτέρες τ' απογεύματα!!!"

Το πείραμα λοιπόν πέτυχε! Έτσι λοιπόν, άρχισαν να μαζεύονται φίλοι με τα μουσικά τους όργανα και με τις ιδιαίτερες επιρροές τους και να ξεδιπλώνουνε τον κόσμο τους σε μια από τις πιο φιλόξενες γωνιές της πόλης...







Μουσικοί και μουσική ενώθηκαν, και τα γούστα...ουκ ολίγα...

Ο Βαγγέλης και ο Γιάννης, οι οικοδεσπότες μας, απλά μας άνοιξαν την πόρτα, ετοίμασαν ροφήματα και ποτά, άρπαξαν τα όργανα, και ταξιδέψαμε παρέα...

Σημειωταίο είναι ότι κανένας δεν πληρώνεται από αυτή τη φάση...

Πολλές φορές ούτε και ο μεγάλος ΜΑΝΙΤΟΥ...

Αν αυτό δεν είναι φιλοξενία, τότε....


Ελάτε όμως, καθίστε να μοιραστούμε μουσικές, να πιούμε, να γελάσουμε...

Αν λοιπόν κάποια Δευτέρα, περνάτε από Βόλο, κάνετε μια στάση...
Αφήστε ένα μήνυμα και θα έρθουμε εμείς να σας καλωσορίσουμε και να σας πάμε στον ΜΑΝΙΤΟΥ...

Περάστε, περάστε...

Το bar άδειο;;; Για την ώρα...
Η φιλόξενη γωνιά του ΜΑΝΙΤΟΥ

Μεταλλόφωνο;;; Σάζι είναι αυτό που βλέπω;;;


Και μαζεύονται ένας-ένας...

Και αυξάνονται...



Να! Τα πρώτα ακκόρντα...


Ξεσταύρωσε τα χέρια και παίξε μας ρυθμούς!


Όλοι τελικά βρίσκουν το "δρόμο" τους, έτσι;;;



Και Didgeridoo!!!

Με το σάζι έρχονται και τα πρώτα ρακόμελλα...

Ευχάριστη ανάπαυλα...
Ωραίο solo!!! Μπράβο Βαγγέλη!

"Μπαμπά, θα με μάθεις blues???"

Το λοξό βλέμμα του Γιάννη, που κόβει την ανάσα...

Από Ντω βρε, από Do...


Ο κουφός κιθαρίστας το "παίζει" DJ...


Και το party συνεχίζεται...!!!...


Ο μεγάλος Μανιτού βρίσκεται...
Γραβιάς 16, Παλαιά, Βόλος
ή
μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
επικοινωνείστε στο...

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Κάπου, κάπως, κάποτε...

Το fanzine σε PDF μορφή
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον tiletipos που το θυμήθηκε...

Ο ΧΟΡΟΣ...(φοιτητής κάποτε...)

Ο χορός ξεκίνησε
Τα ζευγάρια σμίξανε και πάλι
Ενάντια στα πρέπει και τα μη
Μια νέα Αναρχία
Μια λυτρωτική εφεύρεση
Η μοναξιά
Όχι η ένωση των μοναξιών των ανθρώπων
Μια ένωση μυστική
Κρυφή από τις αδιακρισίες
Και έχτισε παλάτια σε άμμο χωρίς να υπάρχει δίπλα νερό
Σε χώρα νηνεμίας
Πέτρινες φιγούρες
Ακίνητες
Φιγούρες που δεν μπορούσανε να προχωρήσουν
Να αγγίξουν, να νιώσουν, να μολύνουν
Τρομερή πνοή έφτασε στα χέρια των χορευτών και τα πόδια τους στον αέρα
Περήφανα και σταθερά
Αδράξανε τα χέρια τα διπλανά τους
Και οι καρδιές σμίξανε
Χωρίστηκαν οι καθωσπρεπισμοί
Και έγιναν ένα
Ένα με τη ζωή
Ένα με το φως
Απόμακροι χορευτές που ταλαντεύονταν
Μακριά…
Μακριά και ανέγγιχτοι
Από τις αμετακίνητες φιγούρες
Που ο χρόνος κατέτρωγε σιγά σιγά
Ο χρόνος αυτός…
Που γιάτρεψε το χορό των ζευγαριών

ΜΥΣΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ...(πραγματική ιστορία)

Εκεί που το παραμύθι συγκρούεται με την πραγματικότητα, κρύβεται μια μεγάλη κι ανατριχιαστική ιστορία. Δεν θα μάθει ποτέ κανένας το νόημα του παρελθόντος.
Κρατάμε ένα παράθυρο ανοιχτό για ότι περιπλανιέται έξω και θέλει να εισέλθει. Όλα αυτά που κουβαλούν μηνύματα μυστικά. Πεταλούδες μαύρες με πορτοκαλί πιτσιλιές. Ένα όνειρο. Κάτω από τον κέδρο.
Σαν χθες ήταν η αρχή της κοσμογονίας. Πίσω από το τζάμι, καθόμασταν και ακούγαμε την βροχή. Μουσική επένδυση θολού απογεύματος. Με μια πικρή γεύση στο στόμα και δάκρυα στα μάτια μου μίλησε. Ήταν αδύνατη, χλωμή και ντυμένη στα μαύρα. Είχε, λεει, κάποια χρόνια να μιλήσει σε κάποιον. Κάτι μου είπε για μια φυλακή, μια ψυχή καταπονημένη από την αθλιότητα της γενιάς της.
Κι εγώ απλώς άκουγα. Αφουγκραζόμουν και τον παραμικρό θόρυβο που έβγαινε από το στόμα της. Σταυροπόδι στο πάτωμα, με φόντο ένα παρεώ με μάσκες αφρικάνικες σε περίεργα χρώματα.
Μετά έπιασε ένα χαρτί κι ένα στυλό για να μου δείξει δυο-τρία σύμβολα Κέλτικής καταγωγής. Κατέβασα δυο γουλιές μπύρα κι έβηξα. Την κοίταξα με νόημα. Δεν της είπα τίποτα.
Και συνέχισε: ‘Άρρωστος ρομαντισμός! Το καταλαβαίνεις;’
Έγνεψα πως, ναι καταλάβαινα. Διψούσα όμως για λεπτομέρειες. Δεν μου έφταναν τα ψίχουλα με τα οποία τάιζε το μυαλό μου.
Με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Μου ήταν ακατόρθωτο να αφαιρεθώ και να σκεφτώ κάτι άλλο. Άναψε ένα τσιγάρο και κατάπιε τον καπνό. Εισέπνευσε βαθιά. Μετά κόλλησε το βλέμμα της στον δρόμο. Άρχισα να ψάχνω μια κασέτα. Κάτι που να ταίριαζε με την περίσταση. « Δεν φοβάμαι να ζήσω. Φοβάμαι τη νύχτα. Ένα πελώριο στόμα θέλει να με κατασπαράξει». Προσπαθούσα να επεξεργαστώ το μήνυμά της. Με δυσκολία… Κι ενώ άρχισε να σουρουπώνει, η βροχή σταμάτησε.
Κάπου μακριά ακούγονταν μια σειρήνα. Και τότε κατάλαβα! Ήταν τόσο παιδί! Θεέ μου, τόση αθωότητα. Νόμιζα πως ήμουν ο πιο τυχερός του κόσμου, ο τελευταίος ή μάλλον ο πρώτος που είχε την τιμή να γνωρίσει τόση αγνότητα μαζεμένη. Μετά απορροφήθηκα στις σκέψεις μου. Τα άτομα που γνώριζα είχαν ξεχάσει ν’ αγαπούν, να αισθάνονται οτιδήποτε. Ξαφνικά ένιωσα ένα σκούντημα. Τα μάτια της ζητούσαν βοήθεια. Κι εγώ, μην ξέροντας τι να κάνω, της έπιασα το χέρι. Μ’ έσφιξε. Φοβόταν, το έβλεπα. «Μην με ξεχάσεις. Μη με πετάξεις. Θέλω να σε νιώθω πλάι μου».
Πρώτη φορά που ένιωσα μοναδικός. Δεν με πείραζε που δεν την είχα δικιά μου. Δεν μ’ ένοιαζε. Διαπίστωνα ώρα με την ώρα το μεγάλωμα μιας φιλίας.
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Άναψε ένα κερί και με τη φλόγα άναψε ένα τσιγάρο. Την μιμήθηκα. Πόσο εύθραυστοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Κάπου διάβασα ότι είμαστε μια όμορφη και τρυφερή εφεύρεση. Την κοίταξα και διαπίστωσα πόσο κακό της έκανε το παρελθόν. Και τότε την είδα να προσπαθεί ν’ αδράξει κάτι άγνωστο και ξένο γι αυτή. Την ικανότητα να ονειρεύεται.
Χώρες ξένες, πιωμένα ξωτικά μέσα στα δέντρα. Άδραξε μια ηλιαχτίδα κι αποκοιμήθηκε… Χωρίς να φοβάται τη νύχτα. Έσβησα το κερί και την πήρα αγκαλιά.
Στον ύπνο μου είδα το παραμύθι να παίρνει σάρκα και οστά. Τώρα δεν ήμασταν μόνοι.
Αισθάνθηκα σαν τον άνθρωπο του Αστούριας, που τα είχε όλα, όλα, όλα…

Κάποτε είχα γράψει...

Ο ΑΛΗΤΗΣ
Έγραψες ένα σύνθημα στον τοίχο
Έλεγε για πόνο
Χάραξες μια λέξη στο ξύλο
Έλεγε λησμονιά
Πέταξες κάτι ανύπαρκτο για σένα στα βάθη του μυαλού σου
Φώναζε αθωότητα
Τρόμαξες σαν είδες μια σκιά στο παράθυρο
Λέγε με θλίψη
Σαν κάποτε, έτσι και τώρα πάνω στο ξυράφι
Από τη μια το τίποτα, από την άλλη τα πάντα
Μέχρις εσχάτων
Θα παλέψεις;
Διώξε τον αλήτη
Αν βέβαια μπορείς
Κι εκείνος θα σου φωνάζει: « δεν θα ξεφύγεις χωρίς αμυχές»
Ξέρει καλά το παιχνίδι
Άλλωστε πάντα έπαιζε
Έχανε και κέρδιζε
Απαθής τώρα σε κοιτά
Δεν θα σου πει κουβέντα
Μόνο θα σε πάρει αγκαλιά
Με δυο χέρια καυτά από τα δάκρυα του παρελθόντος
Θα σε παγώσει το βλέμμα του
Ξέρει πολλά περισσότερα από όσα νομίζεις
Σε καρφώνει βαθιά στα μάτια, σε σημείο που το κεφάλι σου ξεχνά
Τώρα ο αλήτης ξέρει
Γνωρίζει την ιστορία σου και την κάνει θαμμένο μυστικό
Θέλεις να φύγει;
Σκέψου καλά
Θα χάσεις κάτι που πολλοί το κυνηγούν
Έχει κάτι στην ψυχή που δεν υπάρχει χωρίς ανίχνευση στα έγκατα του καθενός
Επέζησε στα πιο περίεργα πεδία μάχης
Κατά τύχη ίσως…
Κατέχει όμως την τέχνη του πολέμου
Πώς θες να παλέψεις χωρίς όπλα;
Δεν ξέρεις πως είναι στ’ αλήθεια η ζωή!
Θα σε φαει ζωντανή
Ο Παύλος το είπε, και ο αλήτης σου το ξαναλέει
Ξύπνα επιτέλους
Πόσες παρωπίδες τέλος πάντων έχεις σ’ αυτά τα μάτια, που είναι κατακόκκινα από δάκρυα;
Ο αλήτης ξέρει και μπορεί
Πιάσε το χέρι του
Νιώσε το ρυθμό του
Ζήσε τον
Κι αν βαρεθείς, φύγε…
Ελεύθερη βούληση σου προσφέρει
Άδραξέ την
Γιατί όλοι μια φυλακή σου χτίζουνε
Όλοι εκτός από τον αλήτη
Λύκος μόνος τις πιότερες φορές, παρέα τις λιγότερες
Και σου γράφει ποιήματα
Στιχάκια ακατανόητα
Ψαγμένα και χαμένα μαζί
Ανήθικος και απαράδεκτος
Τσατίλας στην πισώπλατη μαχαιριά
Όμως ξέρει τι θέλει
Εσύ δεν ξέρεις
Τον βλέπεις τώρα, σκυφτή φιγούρα
Αργά θα σηκώσει τα μάτια και θα σου γνέψει να κάτσεις
Θα σε κεράσει ένα ποτήρι πίκρα
Κι εσύ, μετά από χρόνια, θα το πίνεις στην υγειά του



ΜΥΡΙΖΕΙΣ ΣΑΝ ΤΟΤΕ, ΣΑΝ ΤΩΡΑ...

Μυρίζεις θλίψης άρωμα
Σαν τότε, σαν τώρα
Ακουμπάς στον τοίχο, γέρνεις το κεφάλι
Γιατί ξανά και πάλι στο δρόμο χάνεσαι
Μυρίζεις τρόμο, στο λέω πάλεψε ξανά τις αναμνήσεις
Νιώσε την πάλη στο μυαλό σου
Και τώρα θα πεις την αλήθεια του τραγουδιού που γράφτηκε για σένα
Ο πόνος τόσος και ο παλμός ανεβαίνει
Στο ημίφως μοναχή θα ζήσεις
Εκτός αν σβήσεις το ψέμα που σου είπαν
Ψάξε το όνειρο στα έγκατα των ανθρώπων
Μυρίζεις γιασεμί σαν άγγελος του ποτέ
Σαν να ήσουν στο πουθενά
Σ’ ένα παράλογο ψεύδος
Σε μια δίκη, η μόνη ένοχη
Μην χαθείς έτσι απερίσκεπτα
Γιατί έχεις τόσα να δόσεις
Μια τρυφερή εφεύρεση
Και γίνεσαι μικρή για να χωράς μόνο στο σκοτάδι
Εκεί που κρύβονται τόσοι άλλοι
Και περιμένεις, αναμένεις
Σινιάλο παράτολμο
Χωρίς μια ματιά
Μυρίζεις σαν τότε…
Σαν τώρα…
Όπως ποτέ ξανά δεν θα μυρίσεις
Αθωότητα χαμένη στην πλάνη του παραλόγου
Μόνο άκουσε αυτά τα λόγια
Χάραξέ τα στον τοίχο
Να τα βλέπεις τη νύχτα
Πριν να πλαγιάσεις
Αν είναι να σε νιώσω, θα το κάνω
Μα τι λες τώρα;
Κι όμως μυρίζεις ακόμη
Εγώ το νιώθω
Ίσως ο μόνος να είμαι
Εσύ τι νιώθεις;
Μην μου πεις
Παρά μόνο στην ανάγκη
Όταν πια δεν θα μυρίζεις
Σαν τότε… Σαν τώρα



ΟΙ ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ
Οι αρουραίοι βγήκανε στη επιφάνεια όταν δεν τους περιμέναμε
Μόνο αυτοί το ξέρανε
Άνθρωποι-αρουραίοι, μοιραίοι, χωρίς μια σταθερή διαδρομή
Και τρόμαξαν τα θηρία
Και φόβισαν τα βουνά
Χάραξαν τις φάτσες τους με σκουριασμένη και στομωμένη λεπίδα
Για να ξεχωρίζουν παντού
Ακόμη και τη νύχτα
Όταν βγαίνουν από τις φωλιές τους λογιών-λογιών πλάσματα
Η πείνα τους οδηγεί στην αθωότητα, στην καλοσύνη, στην τυφλή εμπιστοσύνη
Ευπιστία… Ότι ζητάνε! Στα μέτρα τους!
Ψάχνουν το επόμενο θύμα
Ετοιμάζουν τραπέζι, στήνουνε χορό, ένα γλέντι…
Καλεσμένοι όλοι εσείς που αρέσκεστε στη βρώμα και την αηδία
Που το μίσος σας τονώνει κι η αγάπη σας τυφλώνει
Εσείς που χτίσατε το θρόνο σας σε μνήματα
Δεν αποδέχεστε σπάνια αγνότητα, μόνο μυρωδιές βόθρου ασπάζεστε με μανία
Και στη ανηφόρα όπου όλοι αγωνίζονται να βγουν στην κορυφή,
εσείς με πουστιές παίρνετε προβάδισμα
Έτσι μάθατε…
Κι όσο για τους υπόλοιπους από εμάς,…
Κάποια στιγμή, λόγω των περιστάσεων, θα μεταλλαχθούμε κι εμείς
Σε δολοφόνους αρουραίων!

ΠΟΙΗΣΗ;;;

Α Π Ο Σ Τ Ρ Ο Φ Η

Στα όνειρα της ζωής μου
Συνάντησα χιλιάδες λύπες
Λίμνες θλίψης μ’ έπνιξαν
Καθώς έθεσα τα όριά μου
Πιάσε σφιχτά το χέρι μου και θα σου δείξω
Οδήγησε το μυαλό μου σ’ εκείνα τα χρόνια
Κυνήγησα τις αποδείξεις των δακρύων
Και θα σου πω μαυρισμένες ιστορίες
Εγκαταλελειμμένες εκτάσεις μερικών πλανητών
Ο κόκκινος συναγερμός ακόμη κρούει
Όπου τα τσακάλια ουρλιάζουν και τώρα
Χαμένες οάσεις στο βασίλειό σου
Άσε με χωρίς πνοή, μη δείξεις λύπηση
Δεν μ’ αγαπάω, με θέλω σοδομισμένο
Χτίσε μου φυλακή, δώσε μου ποινή
Ο ήλιος ματώνει, ακόμα πονάει
Τα υπάρχοντά μου είναι κάποια τραγούδια,
Λίγα χαμένα όνειρα
Και πολλά προβλήματα
Μαστίγωσε τα μάτια μου, άσε με τυφλό
Δεν θέλω να δω την αλήθεια τους.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Γεμάτο "κόλπο"...

Φίλε καλημέρα,…
Ωραίος τρόπος ν’ αρχίσει μια μέρα…
Πόσες φορές είπε ποτέ κανείς αυτή τη λέξη και ένιωσε να ζεσταίνεται;
Να ζεσταίνονται τα μέσα σου όπως ζεσταίνει ένας καφές στις πρώτες του γουλιές…
Έτσι όμορφα και άλλοτε με καϊμάκι άλλοτε χωρίς.
Πόσο όμορφοι είναι οι άνθρωποι όταν ξυπνάνε χαμογελαστοί, πριν ακόμα φύγουν οι σταγόνες του ύπνου από τα μάτια,
Πριν φύγουν τα αυλάκια του μαξιλαριού απ’ τα μάγουλα.
Ανοίγεις την πόρτα να μυρίσεις τον αέρα, υγρό από την επίμονη βροχή
Και οι πλαγιές λευκές και στολισμένες με ομιχλώδες πέπλο.
Έτσι όμορφα, απλά γεμάτα.

Καλημέρα φίλε,
Τσακ! Και ανάβει ένα τσιγάρο ακόμα…
Κάτσε να ζεσταθούμε
Με ευωδιαστούς καφέδες και χαρμάνια καπνών…
Κοίτα να δεις τι θυμήθηκα σήμερα!
Κυριακάτικα πρωινά
Δευτέρες άνεργες, χωρίς κανένα βάρος και σκοπό
Έστω και για κάποιες ώρες
Ώρες ανάλαφρες, στιγμές γλυκές.

Πέρασαν χρόνια πολλά…
Επτά να πω;;;
Ωραίος αριθμός το 7
Μονός, τυχερός, γεμάτος
Επτά χρόνια ανίχνευσα κάποια στιγμή.
Τα έβαλα σε τάξη στο μυαλό μου και δεν τα γράφω
Δεν θα ήταν φρόνιμο να τα γράψω
Γιατί πάντα θα είναι λίγο διαφορετική η διατύπωσή τους
Ας μην χάσουνε την όποια μαγεία έχουνε
Χρόνια γλυκά, πικρά, ξινά, χρόνια δημιουργικά
Χρόνια άσκοπα σε άλλες φάσεις, ποτέ όμως χαμένα

Μιας στιγμής σταγόνα,
Πολλών στιγμών σταγόνες
Ποτήρια μισογεμάτα, ενίοτε μισοάδεια

Δεν ξέρω γιατί γράφω αυτά τα πράγματα αυτή τη στιγμή
Ίσως…
Ίσως γιατί δεν υπάρχει κάποιος εδώ δίπλα να με διαβάσει
Καθισμένος στη γωνιά του bar, εδώ σε μια άκρη που ποτέ δεν ξανακάθισα…
Νέες αρχές και μονοπάτια
Γεμίζω όμορφα και γελάω μέσα μου…

Δεν ξέρω αν οφείλω να τα στείλω τα γραπτά μου
Πόσες σκέψεις μπορεί να χωράνε ταυτόχρονα στο μυαλό καθενός;
Σκέψεις γρήγορες και ίσως εφήμερες…
Το «σήμερα» δηλαδή είναι το πιο σημαντικό πράγμα
Γιατί κάνουμε και σχέδια μόνοι μας…
Πόσο συχνά όμως σχεδιάζουμε βάζοντας άλλον έναν στο «κόλπο»;

-Το «κόλπο»…

τέχνασμα, τρυκ, ταχυδακτυλουργία, ένα μαγικό…
Κουνέλια βγάζω απ’ το καπέλο μου για κάποιους, κι άλλοι βλέπουνε άλλα «κόλπα»
Δεν ωφελεί να κρύβομαι από κανέναν πια
Θα κάνω τα κόλπα μου ανοιχτά και θα τα στολίσω ανάλογα με τα στολίδια που μου δίνουνε…
Παλιά στολίδια που ίσως είναι λίγο φθαρμένα, και άλλα πάλι στη ναφθαλίνη
Καινούρια στολίδια βγάζουν άλλοι, σε άλλες στιγμούλες
Καινούρια για μένα, παλιά για εκείνους
Και τα βάζω με τόση όρεξη πάνω μου να ομορφύνω
Να ντυθώ τα δικά τους

Τελικά όμως το κόλπο ποιο είναι;
Είναι τόσο κόλπο, ή απλά στάση ζωής;
Μάλλον είναι η διάθεση για γνήσιες αλλαγές, διάθεση για να χαραχτούν νέες πορείες…
Ν’ αγκαλιάσω τα νέα αυτά στολίδια και να τα κάνω κτήμα μου.
Ν’ αγγίξω, ν’ αγγιχτώ…
Πόσο αφήνουμε να μας αγγίξουν;
Άλλοι καταναλώνουν μια ζωή να μένουνε πραγματικά ανέγγιχτοι…

Τελικά οι αισθήσεις που μας έχουν χαριστεί είναι όπλα ζωής
Είναι τα μέσα που μας οδηγούνε στο συναίσθημα
Αυτά τα όπλα που έχουμε μερικοί κρύψει επιμελώς
Και κάποιοι άλλοι τα έχουνε λαδωμένα και τα χρησιμοποιούν
Άλλοι πάλι τα έχουν έτοιμα αλλά για κάποιο λόγο βολεμένα για κάποια αιτία.

Αιτία = λόγος = αφορμή = Πράξη;;;

Πόση φιλολογία χωράει στη ζωή που μας δόθηκε και σ’ εκείνες που μας δίνουν άλλοι;
Ποια κουμπιά πατάμε και μας χαρίζονται απλόχερα φωτιές;
Ποιους μοχλούς χειριζόμαστε και λαμβάνουμε ενδείξεις λάθους;
Πόσο εύκολα ξεχωρίζουμε τα λάθη μας και τα παραδεχόμαστε;
Με πόση άνεση τα αναγνωρίζουμε και δεχόμαστε παρατηρήσεις γι αυτά;

Μήπως είναι καιρός να αγαπήσουμε τα λάθη μας και να τα ομορφύνουμε
Με τις ορθότητες και τα σωστά άλλων;

Ίσως είναι καιρός να ανοίξουμε τα παράθυρα να μπουν μέσα τα «γράμματα» άλλων
Ας απολαύσουμε το άγγιγμα των ανθρώπων που θέλουν να μας αγγίξουν.
Να γεμίσουμε….

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

Leonard Cohen - The Stranger Song Lyrics

It's true that all the men you knew were dealers
who said they were through with dealing
Every time you gave them shelterI know that kind of man
It's hard to hold the hand of anyone
who is reaching for the sky just to surrender
who is reaching for the sky just to surrender.

And then sweeping up the jokers that he left behind
you find he did not leave you very much not even laughter
Like any dealer he was watching for the card that is so high
and wild he'll never need to deal another
He was just some Joseph looking for a manger
He was just some Joseph looking for a manger.

And then leaning on your window sill
he'll say one day you caused his will to weaken with your love and warmth and shelter
And then taking from his wallet an old schedule of trains,
he'll say "I told you when I came I was a stranger"
"I told you when I came I was a stranger."

But now another stranger seems to want you to ignore his dreams
as though they were the burden of some other
O you've seen that man before
his golden arm dispatching cards
but now it's rusted from the elbows to the finger
And he wants to trade the game he plays for shelter
Yes he wants to trade the game he knows for shelter.

Ah you hate to see another tired manlay down his hand
like he was giving up the holy game of poker
And while he talks his dreams to sleep
you notice there's a highway that is curling up like smoke above his shoulder
It is curling just like smoke above his shoulder.

You tell him to come in sit down but something makes you turn around
The door is open you can't close your shelter
You try the handle of the road
It opens do not be afraid
It's you my love, you who are the stranger
It's you my love, you who are the stranger.

Well, I've been waiting, I was sure we'd meet between the trains we're waiting for
I think it's time to board another
Please understand, I never had a secret chart to get me to the heart of this
or any other matter
When he talks like this you don't know what he's after
When he speaks like this, you don't know what he's after.

Let's meet tomorrow if you choose upon the shore,
beneath the bridge that they are building on some endless river
Then he leaves the platform for the sleeping car that's warm
You realize, he's only advertising one more shelter
And it comes to you, he never was a stranger
And you say ok the bridge or someplace later.
And then sweeping up the jokers that he left behind ...
And leaning on your window sill ...

I told you when I came I was a stranger.