Εγώ...;

Εγώ...;
Ταξιδεύοντας...

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

ΜΥΣΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ...(πραγματική ιστορία)

Εκεί που το παραμύθι συγκρούεται με την πραγματικότητα, κρύβεται μια μεγάλη κι ανατριχιαστική ιστορία. Δεν θα μάθει ποτέ κανένας το νόημα του παρελθόντος.
Κρατάμε ένα παράθυρο ανοιχτό για ότι περιπλανιέται έξω και θέλει να εισέλθει. Όλα αυτά που κουβαλούν μηνύματα μυστικά. Πεταλούδες μαύρες με πορτοκαλί πιτσιλιές. Ένα όνειρο. Κάτω από τον κέδρο.
Σαν χθες ήταν η αρχή της κοσμογονίας. Πίσω από το τζάμι, καθόμασταν και ακούγαμε την βροχή. Μουσική επένδυση θολού απογεύματος. Με μια πικρή γεύση στο στόμα και δάκρυα στα μάτια μου μίλησε. Ήταν αδύνατη, χλωμή και ντυμένη στα μαύρα. Είχε, λεει, κάποια χρόνια να μιλήσει σε κάποιον. Κάτι μου είπε για μια φυλακή, μια ψυχή καταπονημένη από την αθλιότητα της γενιάς της.
Κι εγώ απλώς άκουγα. Αφουγκραζόμουν και τον παραμικρό θόρυβο που έβγαινε από το στόμα της. Σταυροπόδι στο πάτωμα, με φόντο ένα παρεώ με μάσκες αφρικάνικες σε περίεργα χρώματα.
Μετά έπιασε ένα χαρτί κι ένα στυλό για να μου δείξει δυο-τρία σύμβολα Κέλτικής καταγωγής. Κατέβασα δυο γουλιές μπύρα κι έβηξα. Την κοίταξα με νόημα. Δεν της είπα τίποτα.
Και συνέχισε: ‘Άρρωστος ρομαντισμός! Το καταλαβαίνεις;’
Έγνεψα πως, ναι καταλάβαινα. Διψούσα όμως για λεπτομέρειες. Δεν μου έφταναν τα ψίχουλα με τα οποία τάιζε το μυαλό μου.
Με κοίταζε βαθιά στα μάτια. Μου ήταν ακατόρθωτο να αφαιρεθώ και να σκεφτώ κάτι άλλο. Άναψε ένα τσιγάρο και κατάπιε τον καπνό. Εισέπνευσε βαθιά. Μετά κόλλησε το βλέμμα της στον δρόμο. Άρχισα να ψάχνω μια κασέτα. Κάτι που να ταίριαζε με την περίσταση. « Δεν φοβάμαι να ζήσω. Φοβάμαι τη νύχτα. Ένα πελώριο στόμα θέλει να με κατασπαράξει». Προσπαθούσα να επεξεργαστώ το μήνυμά της. Με δυσκολία… Κι ενώ άρχισε να σουρουπώνει, η βροχή σταμάτησε.
Κάπου μακριά ακούγονταν μια σειρήνα. Και τότε κατάλαβα! Ήταν τόσο παιδί! Θεέ μου, τόση αθωότητα. Νόμιζα πως ήμουν ο πιο τυχερός του κόσμου, ο τελευταίος ή μάλλον ο πρώτος που είχε την τιμή να γνωρίσει τόση αγνότητα μαζεμένη. Μετά απορροφήθηκα στις σκέψεις μου. Τα άτομα που γνώριζα είχαν ξεχάσει ν’ αγαπούν, να αισθάνονται οτιδήποτε. Ξαφνικά ένιωσα ένα σκούντημα. Τα μάτια της ζητούσαν βοήθεια. Κι εγώ, μην ξέροντας τι να κάνω, της έπιασα το χέρι. Μ’ έσφιξε. Φοβόταν, το έβλεπα. «Μην με ξεχάσεις. Μη με πετάξεις. Θέλω να σε νιώθω πλάι μου».
Πρώτη φορά που ένιωσα μοναδικός. Δεν με πείραζε που δεν την είχα δικιά μου. Δεν μ’ ένοιαζε. Διαπίστωνα ώρα με την ώρα το μεγάλωμα μιας φιλίας.
Άρχισε να σκοτεινιάζει. Άναψε ένα κερί και με τη φλόγα άναψε ένα τσιγάρο. Την μιμήθηκα. Πόσο εύθραυστοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Κάπου διάβασα ότι είμαστε μια όμορφη και τρυφερή εφεύρεση. Την κοίταξα και διαπίστωσα πόσο κακό της έκανε το παρελθόν. Και τότε την είδα να προσπαθεί ν’ αδράξει κάτι άγνωστο και ξένο γι αυτή. Την ικανότητα να ονειρεύεται.
Χώρες ξένες, πιωμένα ξωτικά μέσα στα δέντρα. Άδραξε μια ηλιαχτίδα κι αποκοιμήθηκε… Χωρίς να φοβάται τη νύχτα. Έσβησα το κερί και την πήρα αγκαλιά.
Στον ύπνο μου είδα το παραμύθι να παίρνει σάρκα και οστά. Τώρα δεν ήμασταν μόνοι.
Αισθάνθηκα σαν τον άνθρωπο του Αστούριας, που τα είχε όλα, όλα, όλα…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ιστορία γνώριμη που πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, αλλά με τίποτα δεν μπορώ να συνδυάσω γεγονότα και να θυμηθώ ολόκληρο το σενάριο.

Θυμήσου κάποια στιγμή να την πιάσουμε και να δούμε που θα μας βγάλει.....